- επιτύφομαι
- ἐπιτύφομαι (Α)1. ανάβω, κατακαίομαι («ἐπιτεθυμένοι καὶ μέλανες», Σοφ.)2. παθ. μτφ. καίγομαι από έρωτα («ὅπως ἂν ἁνὴρ ἐπιτυφῇ μάλιστά μου», Αριστοφ.)3. γεν. μαίνομαι («εἴτε τι θηρίον τυγχάνω Τυφῶνος πολυπλοκώτερον καὶ μᾱλλον ἐπιτεθυμμένον», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τύφω «καπνίζω, κατακαίω»].
Dictionary of Greek. 2013.